- ἔμφρονες
- ἔμφρωνin one's mindmasc/fem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
благомоудрыи — (2*) пр. Благоразумный: будѣте мужи... ||=не злобницi прп(д)бнѣ живуще. терпеливни. бл҃гом҃дрии. б҃онаоучени. (ἔμφρονες) ФСт XIV, 208 209; ти бо ˫ако въображе(н)е. бж(с)твнаго сущьства. беспечалное невъзбранимое. бл҃гомудро праведно. всѩко˫а… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
έμφρων — ον (AM ἔμφρων, ον) φρόνιμος, γνωστικός, μυαλωμένος («οἱ ἄφρονες ἀπεδείχθησαν ἔμφρονες») αρχ. 1. μυαλωμένος, αυτός που έχει σώες και ακέραιες τις φρένες ή τις αισθήσεις του («ἕως δ ἔτ ἔμφρων εἰμί» όσο έχω τα λογικά μου, Αισχ.) 2. αυτός που… … Dictionary of Greek